pålägga

pålägga
v (pålade, pålagt, pålagd) (el. lägga på)

Clue 9 Svensk Ordbok. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαλάντζα — και παλάντζα και παλάντσα, η 1. φορητή ζυγαριά παλαιού τύπου με αριθμημένη ράβδο και ένα βαρίδι πάνω στη ράβδο που δείχνει το βάρος 2. ελλειψοειδής μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται στο θέατρο και περιέχει σειρά φωτοβολίδων με τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • påbörda — v ( de, t) betunga med, pålägga …   Clue 9 Svensk Ordbok

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”